Μέθοδος Bicom
Η μέθοδος BICOM είναι μια μη-επεμβατική, ήπια μορφή συμπληρωματικής θεραπείας κατάλληλη για μωρά και παιδιά και υπερευαίσθητους ασθενείς. Και τα ζώα, από τα ινδικά χοιρίδια έως τα άλογα, μπορούν να οφεληθούν από αυτήν.
Η μέθοδος δεν θεραπεύει παθήσεις αλλά βοηθάει το σώμα να απαλλαγεί από τα φορτία επιβάρυνσης και να αποκατασταθεί η λειτουργία της αυτο-ρύθμισης, δηλαδή η ικανότητα του οργανισμού να αυτοθεραπεύεται. Ειδικεύεται στην αντιμετώπιση επιβαρυντικών παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να συμβάλλουν στις περιβαλλοντικές παθήσεις. Μερικές από αυτές είναι οι γενικευμένοι πόνοι, η κόπωση, οι πεπτικές διαταραχές, τα δερματικά προβλήματα ή απλά η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά.
Επειδή η μέθοδος βασίζεται στην κβαντική φυσική και όχι στην βιοχημεία, συνήθως οι θεραπευτές χρησιμοποιούν λιγότερα φάρμακα και φυτικά σκευάσματα.
Πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται πλέον γιατί, παρά την επιστημονική εξέλιξη και αφθονία, όλο και περισσότερα άτομα πάσχουν από χρόνιες παθήσεις. Στις διαταραχές αυτές δίνονται “ετικέτες” με το όνομα μιας πάθησης αλλά πολλές από αυτές δεν μπορούν να ιαθούν. Ο ασθενής δέχεται απλά κάποια φαρμακευτική υποστήριξη για το υπόλοιπο της ζωής του. Πολλές από αυτές τις παθήσεις και τα σύνδρομα αυξάνονται σταθερά τα τελευταία 20 χρόνια, οδηγώντας σε σκέψεις σχετικά με την επιρροή περιβαλλοντικών παραγόντων.
Έννοιες της ασθένειας
‘Εως τα μέσα του 1800, οι άνθρωποι δεν είχαν ρεαλιστικές ιδέες όσον αφορά την προέλευση της ασθένειας. Στη συνέχεια, χάρη στις εργασίες του Louis Pasteur, του Robert Koch και άλλων, έγινε αποδεκτή η «θεωρία των μικροβίων», με βάση την ιδέα ότι ένα συγκεκριμένο μικρόβιο προκαλεί την ίδια ασθένεια σε όλους τους ασθενείς κάτω από όλες τις συνθήκες. Ωστόσο, ένας σεβαστός σύγχρονος του Pasteur, ο γιατρός Jacques Antoine Bechamp, πίστευε ότι η θεωρία των μικροβίων ήταν υπεραπλουστευμένη και υποστήριξε ότι οι ασθένειες ήταν το αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων μοναδικών για το κάθε άτομο, ανάλογα με την εσωτερική κατάσταση του οργανισμού και το εξωτερικό περιβάλλον. Η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι πολλαπλές απόψεις εκφράζονται καλά από τον Hans Seyle MD, στο βιβλίο του «Το Στρες της Ζωής”.
Στις μέρες μας, ζούμε μια ταραχώδης ζωή με γρήγορους ρυθμούς. Μια μεγάλη σειρά τεχνικών συσκευών, απίστευτα γρήγορα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, μεγάλες ποσότητες γρήγορων επεξεργασμένων τροφών και χημικά προϊόντα κάνουν την καθημερινή μας ζωή κατά πολύ ευκολότερη. Η τεχνολογία που έχουμε σήμερα θα φάνταζε σχεδόν σαν επιστημονική φαντασία πριν 50 ή 60 χρόνια. Κι ενώ τα απολαμβάνουμε όλα αυτά, μερικοί από μας πληρώνουν το τίμημα για αυτό.
Πώς εξελίχθηκε η μέθοδος;
Η μέθοδος έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του ’70 και συνδέεται με τον γερμανό γιατρό Franz Morell, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον ηλεκτροβελονισμό και την ομοιοπαθητική. Η ομοιοπαθητική θεωρείται “πληροφοριακή θεραπεία”. Μία από τις αρχές της ομοιοπαθητικής είναι ότι το νερό έχει μνήμη. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα χρησιμοποιούν πληροφορίες από ουσίες που έχουν αραιωθεί πολλαπλές φορές στο νερό. Ο Morell αναρωτήθηκε αν θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί ένα είδος «ηλεκτρονικής ομοιοπαθητικής» με τη χρήση ηλεκτρομαγνητικών σημάτων της «ασθένειας», που θα λαμβάνονταν από το ίδιο το σώμα του ασθενούς. Άλλωστε, το σώμα μας αποτελείται από 70% νερό και έτσι οι «πληροφορίες της ασθένειας» θα πρέπει να αποθηκεύονται εκεί, αν αυτή η θεωρία ήταν σωστή. Ο Morell συνεργάστηκε πάνω στην υλοποίηση της ιδέας με τον γαμπρό του και ηλεκτρονικό μηχανικό Erich Rasche για την ανάπτυξη μιας τέτοιας συσκευής θεραπείας. Το 1977 μαζί με τον βιοφυσικό Dr. Ludger Mersmann, έφτιαξαν ένα φίλτρο που διαχώριζε το ηλεκτρομαγνητικό σήμα της «ασθένειας» από το «υγιές» ηλεκτρομαγνητικό σήμα. Αυτό οδήγησε σε μια συσκευή θεραπείας με βιοανάδραση που ονομάστηκε MORA, κάνοντας χρήση ηλεκτροδίων στο δέρμα. Αυτά έπαιρναν τις ενεργειακές πληροφορίες, οι οποίες τροποποιούνταν και αποστέλλονταν πίσω στον ασθενή για την ενίσχυση των «υγιών» ενεργειών στο σώμα και την ακύρωση των ενεργειών της «ασθένειας».
Αυτή η πρώτη συσκευή βιο-ανάδρασης απαιτούσε επίπονη, χειροκίνητη ρύθμιση και ο Hans Brügemann, ένας συνάδελφος του Morell, είδε το πλεονέκτημα της χρήσης ενός ενσωματωμένου υπολογιστή, που θα επέτρεπε την αυτοματοποίηση της λειτουργίας και θα το καταστούσε ευκολότερο στην χρήση. Το 1987 ίδρυσε τη δική του εταιρεία (τώρα Regumed GmbH) για να κατασκευάσει μια τέτοια συσκευή. Ονόμασε τη συσκευή του BICOM και επινόησε τον όρο “bioresonance” για αυτή την τεχνική. Από τότε, η Regumed κάνει συνεχείς τεχνικές βελτιώσεις στο Bicom, κάποιες κατόπιν συνεργασίας με βιοφυσικούς ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων του καθηγητή Cyril Smith (UK) και του καθηγητή Fritz-Albert Popp (Γερμανία).
Σήμερα, υπάρχουν πάνω από 8000 συσκευές Bicom στη Γερμανία (15.000 σε όλο τον κόσμο, σε 80 χώρες), οι οποίες χρησιμοποιούνται τόσο από γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα όσο και από φυσικοπαθητικούς θεραπευτές. Η μέθοδος χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλες γερμανόφωνες χώρες, την Αυστρία και την Ελβετία, καθώς και στις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει αρχίσει να γίνεται πιο γνωστή κι έξω από την Ευρώπη, κυρίως στην Κίνα, όπου οι συσκευές Bicom χρησιμοποιούνται σε κρατικά νοσοκομεία, κυρίως παιδιατρικά. Σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, η τεχνική αυτή θεωρείται ως συμπληρωματική θεραπεία. Στην Ελλάδα, έχει καταχωρηθεί ως εναλλακτική θεραπεία.